- κέρκωσις
- κέρκωσις, ἡ (Α)1. γυναικείο νόσημα που συνίσταται σε σαρκώδη έκφυση τής κλειτορίδας2. η εμφάνιση ουράς σε κομήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος «ουρά», κατ' αναλογίαν προς το καρκίνωσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρκωσιν — κέρκωσις growth on the os uteri fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κερκώσεως — κερκώσεω̆ς , κέρκωσις growth on the os uteri fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)